CINDERELLA - NIGHT SONGS/LONG COLD WINTER: ΑΛΗΤΙΚΟ BLUES/ROCK'N'ROLL!

Σειρά για παρουσίαση έχουν σήμερα οι Cinderella, συγκρότημα “θεσμός” του Αμερικάνικου μελωδικού hard rock του δεύτερου μισού της δεκαετίας του ’80 και αρχών της δεκαετίας του ’90, με συνεχή παρουσία τότε στα charts, εκατομμύρια πωλήσεις δίσκων και περιοδείες σε δεκάδες χώρες. Συγκεκριμένα, θα επικεντρωθούμε στα δυο πρώτα τους άλμπουμ, Night Songs και Long Cold Winter, τα οποία είναι τα πιο γνωστά και πιο εμπορικά.
    Οι Cinderella σχηματίστηκαν στην Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ το 1982 από τον τραγουδιστή και κιθαρίστα Tom Keifer και τον μπασίστα Eric Brittingham. Με αυτούς τους δύο ως κορμό και με διάφορους κιθαρίστες και ντράμερ να μπαινοβγαίνουν στο σχήμα, προσπαθούσαν, παίζοντας σε διάφορα club της πόλης τους και της ευρύτερης περιοχής της Φιλαδέλφεια, να κερδίσουν ένα μερίδιο στο rock ‘n’ roll όνειρο.
Ώσπου την φτωχή “Σταχτοπούτα” (Cinderella) την τσέκαρε σε κάποιο live ο “πρίγκιπας” Jon Bon Jovi, του γυάλισε και τις έκανε το “κονέ” με τη δισκογραφική εταιρεία Mercury/Polygram το 1985 (είχε προηγηθεί δυο χρόνια πριν και η γνωριμία τους με τον Gene Simmons των KISS αλλά δεν προχώρησε η φάση). Με αυτόν τον τρόπο και ουσιαστικά με το άφθονο ταλέντο του Tom Keifer, οι Cinderella κατάφεραν σε 2-3 χρόνια, από την αφάνεια των τοπικών club να γίνουν ένα από τα εμβληματικότερα ονόματα του μελωδικού hard rock/glam metal.

Σε σύντομο χρονικό διάστημα, τον Αύγουστο του 1986, οι Cinderella κυκλοφορούν το πρώτο τους άλμπουμ, Night Songs, και δημιουργούν αναταραχή στην hard rock/glam metal σκηνή της εποχής. Αν και εκ πρώτης όψεως, κρίνοντας και από το εξώφυλλο του δίσκου (στενά δερμάτινα παντελόνια και πολύχρωμα spandex, λεοπαρδαλέ πουκάμισα, μαλλί φουντωτό-περμανάντ, φουλάρια και μαντίλια), δείχνουν να μη διαφέρουν από γνωστά συγκροτήματα του χώρου όπως οι Ratt, Mötley Crüe, Poison κλπ, εντούτοις η μουσική τους είναι ιδιαίτερα εμπνευσμένη, μια μίξη αλήτικου rock ‘n’ roll και blues επιρροών. Και φυσικά βασικό τους χαρακτηριστικό που κάνει τη διαφορά, η μοναδική φωνή του Tom Keifer με το ιδιαίτερο γρέζι και τσιρίδα αλλά και το βαθύ συναίσθημα όταν χρειάζεται.
Το άλμπουμ ανοίγει με το ομώνυμο τραγούδι, αργό, βαρύ και σκοτεινό, για να ακολουθήσει το δυναμικό Shake me (πρώτο single) με κλασικά σεξουαλικούς στίχους. Nobody’s Fool για τη συνέχεια, η ιδιαίτερη μπαλάντα που τους σύστησε στο κοινό και δεύτερο single του δίσκου, που έφτασε μέχρι το Νο 13 του Billboard. Ακολουθεί το Nothin’ for nothin’, ένα κλασικό ρυθμικό glam metal τραγούδι όπου ακούμε και τον Jon Bon Jovi σε δεύτερα φωνητικά, και στο ίδιο επίπεδο το In from the Outside το οποίο θυμίζει και λίγο Mötley Crüe.
Από τα κορυφαία κομμάτια του άλμπουμ είναι το τσίτα γκάζια Hell on Wheels, όπου γίνεται αναφορά στη ζωή του συγκροτήματος στο δρόμο, το Push Push με σεξουαλικά υπονοούμενα και φυσικά το κλασικό Somebody Save me με στίχους που αναφέρονται στην αποτυχία του Αμερικάνικου ονείρου και το οποίο αποτέλεσε το τρίτο single του άλμπουμ, με video στο οποίο εμφανίζονται στο τέλος οι Jon Bon Jovi και Ritchie Sambora.
Τα υπόλοιπα δυο τραγούδια του άλμπουμ - Once around the ride και Back home again – είναι απλά καλά τραγούδια , όχι κάτι ιδιαίτερο , απλά το υπόλοιπο άλμπουμ είναι τόσο καλό και δυναμικό που δεν δίνεις και ιδιαίτερη σημασία.
Η εντύπωση που έκαναν εκείνη την εποχή οι Cinderella και το Night Songs φαίνεται και από τη θέση του στα charts (Νο 3 στο Billboard), τις πωλήσεις του (πάνω από 3 εκατομμύρια αντίτυπα στην Αμερική, τρις πλατινένιο), τα τρία singles του και τα τρία συνοδευτικά video. Καθόλου άσχημα για ένα πρωτοεμφανιζόμενο συγκρότημα. Κλείνοντας με το Night Songs, να σημειώσω ότι πλέον σταθεροποιείται και η σύνθεσή τους με την οριστική προσθήκη του Jeff Labar στη δεύτερη κιθάρα και του Fred Cury στα τύμπανα ο οποίος ενώ εμφανίζεται στο εξώφυλλο και τη σύνθεση του άλμπουμ δεν συμμετείχε στις ηχογραφήσεις, αφού εντάχθηκε στο σχήμα μετά την ολοκλήρωση του άλμπουμ.

1988 και δεύτερο άλμπουμ για τους Cinderella, το Long Cold Winter. Εδώ πλέον έχουμε  εισαγωγή περισσότερων blues και country στοιχείων στον ήχο τους, πράγμα που γίνεται φανερό με την εισαγωγή Bad Seamstress Blues, όπου ακούμε ακουστική και slide κιθάρα συνοδεία φυσαρμόνικας πριν μπει κολλητά το riff του  Fallin’ apart at the Seams και ακολουθήσει η δυναμική και ξεσηκωτική συνέχειά του με τη φωνάρα του Keifer να μας καλεί σε ατέλειωτο headbanging και χορό. Στο ίδιο ακριβώς μοτίβο και το Gypsy Road που ακολουθεί και που ήταν και το πρώτο single του άλμπουμ. Και τα δυο κομμάτια είναι άκρως συναυλιακά, απογειώνουν αμέσως τη διάθεση, σε ξυπνάνε ακόμα και από κώμα (!) και είναι ιδανικά για ξεσάλωμα σε rock club όταν έχεις ήδη καταναλώσει τα πρώτα ποτάκια σου και το κέφι κορυφώνεται. 

 Time-out τώρα με την all time classic μπαλάντα Don’t know what you got (till it’s gone) η οποία αποτελούσε στανταράκι σε κάθε κασετοεπιλογή με μπαλάντες που είχαμε ως έφηβοι και όχι μόνο. Δυναμική και συναισθηματική ταυτόχρονα, και με στίχους που περιγράφουν καταστάσεις χωρισμών και ότι ακολουθεί συναισθηματικά, που όλοι λίγο πολύ έχουμε ζήσει. Το τραγούδι αποτέλεσε και το δεύτερο single του άλμπουμ και ήταν (ακόμα είναι) και πολύ γνωστό στη χώρα μας ακόμα και σε κόσμο που δεν ασχολούνταν με τον σκληρό ήχο.
Επαναφορά στην party διάθεση και άλλος ένας γύρος ποτών με το The last mile. Στο ίδιο στυλ με τα Fallin’ apart… και Gypsy Road. Ακουστική εισαγωγή δευτερολέπτων, ρυθμικό riff , southern rock αίσθηση και ωραίο σόλο. Το πρώτο μισό του άλμπουμ κλείνει το Second Wind, άλλο ένα δυναμικό τραγούδι το οποίο όμως ποτέ δεν μου έκανε ιδιαίτερη αίσθηση και δεν συγκρίνεται με τα προηγούμενα. Μαζί με το Fire and Ice, αποτελούν για μένα τα fillers του άλμπουμ, τυπικά hard rock κομμάτια - ούτε κρύο ούτε ζέστη - που στερούν στο άλμπουμ το απόλυτο σε μια ενδεχόμενη βαθμολογία.


Το δεύτερο μισό του άλμπουμ – ή, εναλλακτικά,  η δεύτερη πλευρά του δίσκου – ξεκινάει με το ομώνυμο Long Cold Winter. Πανέμορφο και καθαρά blues κομμάτι στο στυλ του Since I’ ve been loving you των Led Zeppelin, με φοβερή μελωδία στις κιθάρες, θεϊκά σόλο που κάνουν την κιθάρα να κλαίει και κορυφαία φωνητικά από τον Keifer ο οποίος κυριολεκτικά βγάζει την ψυχή του εδώ. Χαμηλώστε τα φώτα, βάλτε ένα bourbon, κλείστε τα μάτια και απολαύστε το.
To επόμενο, If you don’t like it, είναι άλλο ένα απλά καλό mid tempο τραγούδι που κρατάει την διάθεση που έχει δημιουργήσει το άλμπουμ χωρίς όμως και να την κορυφώνει. Αυτό όμως το κάνει το Coming Home, άλλη μια μοναδική στιγμή του άλμπουμ και τρίτο single. Ημιμπαλάντα με νοσταλγικό και ρομαντικό τόνο, λίγο από blues και country αίσθηση, ένα ταξίδι επιστροφής στο αγαπημένο μας πρόσωπο. Ενίοτε έμπαινε και αυτό στην επιλογή που ανέφερα παραπάνω.
Για το Fire and Ice που ακολουθεί έγραψα σχετικά προηγουμένως  ενώ το άλμπουμ κλείνει το Take me Back, ένα πολύ καλό και, κρίνοντας από τους στίχους, προσωπικό τραγούδι του Keifer σχετικά με την πορεία του από την αφάνεια στην επιτυχία. Ρυθμική εισαγωγή με τύμπανα και χαρακτηριστικά cowbells, rock ‘n’ roll riffing στη συνέχεια και σόλο με slide country περάσματα.
Τέλος, για το τυπικό της υπόθεσης, να αναφέρω ότι και αυτό το άλμπουμ έγινε τρεις φορές πλατινένιο στις ΗΠΑ και έφτασε μέχρι το Νο 10 του Billboard. Ένα άλμπουμ σαφώς καλύτερο και ωριμότερο από το πρώτο, στο οποίο οι Cinderella (ή, σωστότερα, ο Tom Keifer) καταλήγουν στον ηχητικό δρόμο που θα ακολουθήσουν, αυτόν του blues – country hard rock, αρκετά διαφορετικό από αυτόν που ακολουθούσε τότε η πλειοψηφία των μελωδικών hard rock/glam/sleaze συγκροτημάτων.

Για να δώσω και μια προσωπική νότα, να αναφέρω ότι τον Αύγουστο του 1989, σε ηλικία 17 ετών, είχα την μοναδική ευκαιρία να περάσω (οικογενειακώς, σε συγγενικό πρόσωπο) ένα μήνα στην California των ΗΠΑ και συγκεκριμένα στο San Diego. Εκεί, παρακολουθώντας με τον αδερφό μου MTV το οποίο καθημερινά έπαιζε στην κανονική του ζώνη πλειάδα video από μπάντες μελωδικού hard rock/glam, ήρθα σε ουσιαστική επαφή με το συγκεκριμένο παρακλάδι του σκληρού ήχου. Εκεί πρωτογνώρισα τα περισσότερα συγκροτήματα του είδους, εκεί ένιωσα την ψυχή αυτή της μουσικής και αγόρασα τα πρώτα άλμπουμ. Ένα από αυτά ήταν και το Long Cold Winter το οποίο αποτέλεσε και το soundtrack εκείνων των διακοπών μου και γι’ αυτό μου είναι ιδιαίτερα αγαπημένο. Σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, όταν ακούω το Gypsy Road ή βλέπω το video, φέρνω πάντα στο μάτια μου τις εικόνες από την εκδρομή στην Tijuana του Μεξικό και όταν παίζει το Coming Home ή το Last Mile, θυμάμαι τα ατέλειωτα μίλια στην έρημο της Νεβάδα προς το Las Vegas ή τα τοπία της Arizona πηγαίνοντας για το Grand Canyon. Και τη μελαγχολία στο αεροδρόμιο του L.A. περιμένοντας την αναχώρηση για Ελλάδα, τη συντροφεύει πάντα το Don’t know what you got (till it’s gone). Ταξιδιάρικο άλμπουμ, thanks for the memories, Cinderella…
ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΒΟΣ
19/12/18
Share on Google Plus

About Αλέξανδρος Ριχάρδος

    Blogger Comment